- γλίστρα
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 54 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μυροφύλλου.
* * *η1. ολισθηρός τόπος2. ολίσθημα, γλίστρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ, με υποχωρητικό σχηματισμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
αερέλκυθρο — το όχημα με πέδιλα που γλιστρά στο χιόνι με τη βοήθεια ελικοφόρου κινητήρα. Χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς στις χώρες τού Βορρά. Έχει μέση ταχύτητα 30 40 χιλιόμετρα την ώρα … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
γλιστερός — ή, ό 1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα») 2. επικίνδυνος 3. λείος («γλιστερό σανίδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλιστρ ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ] … Dictionary of Greek
ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… … Dictionary of Greek
ευπαρέκδυτος — εὐπαρέκδυτος, ον (Α) 1. αυτός που γλιστρά εύκολα από τη θέση του 2. αυτός που εισδύει εύκολα σε κάποιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ εκ δύομαι «εξέρχομαι και φεύγω λαθραία»] … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… … Dictionary of Greek
ολισθηρός — ή, ό (Α ὀλισθηρός, ά, όν) αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί») αρχ. 1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα 2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση. επίρρ...… … Dictionary of Greek